- νιφάς
- νιφάς, -άδος, ἡ (Α)βλ. νιφάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφάς — snowflake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίφας — νίφα snow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδα — νιφάς snowflake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδας — νιφάς snowflake fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδες — νιφάς snowflake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσι — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσιν — νιφάς snowflake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσι — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδεσσιν — νιφάς snowflake fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφάδι — νιφάς snowflake fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)